ξαρρωστικό

ξαρρωστικό
το
δυναμωτικό φαγητό ή τονωτικό φάρμακο, παρασκεύασμα που συντελεί στη θεραπεία αρρώστιας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ξαρρωστικό (ενν. φάρμακο). Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. ξαρρωστικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”